αρχιοινοχόος

αρχιοινοχόος
ἀρχιοινοχόος, ο (AM)
ο πρώτος μεταξύ των οινοχόων, ο αρχικεραστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀρχιοινοχόος — chief cup bearer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιοινοχόοι — ἀρχιοινοχόος chief cup bearer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιοινοχόοις — ἀρχιοινοχόος chief cup bearer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιοινοχόον — ἀρχιοινοχόος chief cup bearer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιοινοχόου — ἀρχιοινοχόος chief cup bearer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιοινοχόων — ἀρχιοινοχόος chief cup bearer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιοινοχόῳ — ἀρχιοινοχόος chief cup bearer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • старейшина — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἡγούμενος) старейшина, начальник, заведующий какой… …   Словарь церковнославянского языка

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • αρχιοινοχοεία — ἀρχιοινοχοεία, η (Α) [αρχιοινοχόος] το αξίωμα του αρχιοινοχόου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”